- τέλι
- το-ιού (λ. τουρκ.)1. σύρμα.2. χορδή μουσικών οργάνων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τέλι — το, Ν 1. λεπτό μεταλλικό σύρμα 2. είδος επίχρυσου νήματος 3. μεταλλική χορδή 4. μτφ. λέπτυνση, ίσχνανση («έγινε τέλι») 5. στον πληθ. τα τέλια μτφ. τα τηλεγραφήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tel] … Dictionary of Greek
μπρίλια — και μπρίλα, η πολύ λεπτό χρυσό σύρμα, χρυσό τέλι, με το οποίο στόλιζαν τη νύφη για την ιεροτελεστία τού γάμου … Dictionary of Greek
χρυσοκεντητική — η, Ν η τέχνη τού κεντήματος με στριφτό χρυσό κορδόνι ή με λεπτό χρυσό ή ασημένιο τέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κεντητική] … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
tel — TEL, teluri, s.n. 1. Instrument de sârmă cu mâner folosit în bucătărie pentru a bate albuşul de ou, frişca, crema etc. 2. Resort, arc de sârmă (de oţel) folosit la canapele, somiere, fotolii etc.; drot. ♦ (Rar) Sârmă care susţine şi întăreşte… … Dicționar Român